τῶν Κυριακῶν τοῦ Ματθαίου ποὺ ξεκινούν ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Πάντων. Τὸ σχετικὸ ἀνάγνωσμα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννου προανακρούει τὴν ὕψωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου, δηλαδὴ τὸν σταυρικό του θάνατο, ὅπως εἶχε προαναγγείλει ὁ Μωυσῆς ὑψώνοντας τὸν χάλκινο ὄφι στὴν ἔρημο. Καὶ ὅλο αὐτὸ ἔχει τὴν πηγή του στὴν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν διστάζει νὰ θυσιάσει «τὸν Υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον».
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ μᾶς ξεπερνάει τὰ ἀνθρώπινα ὅρια. Εἶναι
ἀσύλληπτο τὸ μέγεθός της, δὲν μπορεῖ νὰ ὑποταχθεῖ στὴν ἀντιληπτική μας δυνατότητα.
Μόνο δυὸ πράγματα δὲν ἔχουν ποτὲ τὸ τέλος τους:
Τὸ γαλάζιο τοῦ οὐρανοῦ καὶ τοῦ Δημιουργοῦ τὸ ἔλεος, γράφει ἡ ρωσίδα ποιήτρια Ἄννα Ἀχμάτοβα. Ἕνας Θεὸς ποὺ ἐπιλέγει νὰ γίνει ἄνθρωπος, ποὺ ὑποφέρει, ποὺ ἀδειάζει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο του γιὰ νὰ γίνει πλήρως προσιτὸς σ’ ἐμᾶς, εἶναι κάτι ποὺ καμμιὰ θρησκεία, καμμιὰ φιλοσοφία δὲν τόλμησε ποτὲ νὰ ἐπινοήσει καὶ νὰ παρουσιάσει.
Ὁ Θεὸς ἐπιλέγει μὲ μιὰ ἀπίστευτη ἀγαπητικὴ κίνηση νὰ ταυτισθεῖ ἀπόλυτα μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Ὄχι μὲ ἀνθρώπους ποὺ τὸν ἀγαποῦσαν, ἀλλὰ ποὺ τὸν μισοῦσαν. Ἀνθρώπους