Εξήγησις υπομνηματική εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, κεφ. ι΄ [Λουκά 10, 25-37]
σε Αυτόν να είσαι ολοκληρωτικά παραδομένος, με όλα τα βάθη της εσωτερικής και πνευματικής υπάρξεώς σου· και με όλη σου την ψυχή, ώστε Αυτόν να ποθείς, με όλο το συναίσθημά σου· και με όλη τη θέληση και τη δύναμή σου, ώστε καθετί που θα κάνεις να είναι σύμφωνο με το θέλημά Του. Και με όλη σου τη δύναμη και με δραστηριότητα ακούραστη να εργάζεσαι για την εφαρμογή του θελήματός Του. Να Τον αγαπάς και με τον νου σου ολόκληρο, ώστε Αυτόν πάντοτε να σκέφτεσαι. Να αγαπάς επίσης και τον πλησίον σου, τον συνάνθρωπό σου, όσο και όπως αγαπάς τον εαυτό σου)» [Λουκά, 10, 25-27].
Λέγοντας «καιρόν» εννοεί εκείνον κατά τον οποίο διέμενε ο Σωτήρας στη γη, Αυτός που είναι παντού παρών, και δεν απομακρύνεται από τα πατρικά Του. Νομικό βέβαια εδώ ο ευαγγελιστής, ονομάζει τον γνώστη των νόμων, σύμφωνα με τη συνήθεια των Ιουδαίων, δηλαδή εκείνον που νομίζει ότι γνωρίζει τον νόμο, αλλά στην πραγματικότητα δεν τον γνωρίζει ακόμα. Αυτός νόμισε ότι θα συναρπάσει τον Χριστό. Και σε ποιους, θα σας πω. Κάποιοι λογοποιοί που ήταν συνηθισμένοι στις αθυροστομίες, περιφέρονταν σε όλη τη χώρα των Ιουδαίων, ακόμα και σε αυτήν την Ιερουσαλήμ, κατηγορώντας τον Χριστό και λέγοντας, ότι η εντολή βέβαια που δόθηκε μέσω του Μωυσή είναι ανώφελη, Αυτός όμως φέρνει καινούργιες διδασκαλίες. Υπήρχαν όμως και κάποιοι από εκείνους που είχαν ήδη πιστέψει, οι οποίοι αντιδρούσαν στα λεγόμενα εκείνων, αποδεχόμενοι παντού το ευαγγελικό και σωτήριο κήρυγμα. Θέλοντας λοιπόν ο νομικός, δηλαδή νομίζοντας ότι θα παγιδεύσει τον Χριστό να πει κάτι εναντίον του Μωυσή, δηλαδή εναντίον των εντολών που είχε παραδώσει ο Μωυσής, λέγοντας ότι η δική Του διδασκαλία είναι ανώτερη, πλησίασε Αυτόν, πειράζοντάς Τον και λέγοντας: «Τι να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;». Τον πλησιάζει με υποκρισία και ύφος προσποιητό, και υποκρινόμενος ότι τον τιμά, τον ονομάζει διδάσκαλο, ώστε με τα καλόλογά του να μη γίνει αντιληπτό το δόλιο πείραγμά του. Αλλά θα μπορούσε κάποιος από αυτούς που γνωρίζουν το μυστήριο της Ενσάρκου οικονομίας να του πει: «Εάν γνώριζες καλά τον νόμο και το βαθύτερο νόημα της διδασκαλίας που είναι κρυμμένη σε αυτόν, δε θα αγνοούσες ότι Αυτός τον οποίο επιχειρείς να πειράξεις, γνωρίζει τα απόκρυφα και μπορεί να δει καθαρά τις καρδιές αυτών που Τον πλησιάζουν. Τον αποκαλείς διδάσκαλο, ενώ δεν ανέχεσαι να μάθεις. Υποκρίνεσαι ότι Τον τιμάς, περιμένοντας να Τον παγιδεύσεις».
Πρόσεχε, σε παρακαλώ, πάλι την κακοήθεια στα λόγια του νομικού. Γιατί ενώ μπορούσε να πει: «Τι να κάνω για να σωθώ;», δηλαδή «να αρέσω στον Θεό και να λάβω την αμοιβή από Αυτόν;». Όμως εκείνα τα αφήνει και χρησιμοποιεί μάλλον τα λόγια του Σωτήρα, ρίχνοντας στο δικό του κεφάλι τα γέλια. Επειδή δηλαδή ο Σωτήρας των όλων Χριστός συνήθιζε να μιλά συχνά για την αιώνια ζωή σε εκείνους που Τον πλησίαζαν, μιλώντας, όπως είπα, ο περιαυτολόγος νομικός, χρησιμοποιεί τα δικά Του λόγια. Όμως αν ήσουν πραγματικά φιλομαθής, νομικέ, θα είχε ακούσει από Αυτόν αυτά που οδηγούν στην αιώνια ζωή, επειδή όμως Τον πειράζεις με κακή πρόθεση, δε θα ακούσεις τίποτε άλλο, παρά μόνο αυτά που έχουν νομοθετηθεί από παλαιά τα χρόνια μέσω του Μωυσή, τα οποία προφανώς δεν είχαν την αιώνια ζωή ως ανταμοιβή, αλλά μόνο αυτήν που είναι δοσμένη εδώ και την απαλλαγή από τα κακά και την ανταπόδοση των καλύτερων. Γιατί λέγει ο προφήτης Ησαΐας: «καὶ ἐὰν θέλητε καὶ εἰσακούσητέ μου, τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς φάγεσθε· ἐὰν δὲ μὴ θέλητε, μηδὲ εἰσακούσητέ μου, μάχαιρα ὑμᾶς κατέδεται· τὸ γὰρ στόμα Κυρίου ἐλάλησε ταῦτα (: Εάν λοιπόν θελήσετε και με ακούσετε και συμμορφωθείτε προς τις εντολές μου, θα φάγετε πλούσια τα αγαθά της γης. Εάν όμως δεν θελήσετε και δεν με υπακούσετε και απομακρυνθείτε από εμένα, η μάχαιρα των εχθρών σας θα σας καταφάει”.