π. Δημητρίου Μπόκου
Οἱ μάγοι, «Περσῶν βασιλεῖς», ἄνθρωποι τῆς σοφίας, ἦλθαν «ἐξ ἀνατολῶν» καὶ προσκύνησαν τὸ νεογέννητο νήπιο τῆς Βηθλεέμ, τὸν Χριστό. Τοῦ πρόσφεραν τρία δῶρα συμβολικά, «χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν», μὲ τὰ ὁποῖα τὸν ἀναγνώριζαν ὡς βασιλέα καὶ Θεὸ ἐνανθρωπήσαντα. Μὲ τὸ χρυσάφι τὸν τίμησαν ὡς βασιλέα. Μὲ τὸ λιβάνι (θυμίαμα) ὡς Θεό. Καὶ μὲ τὴ σμύρνα (μύρο) ὡς ἄνθρωπο, ποὺ θὰ ὑφίστατο ὑπὲρ ἡμῶν θάνατο καὶ θὰ κατέβαινε στὸν τάφο, τυλιγμένος «σινδόνι καθαρᾷ καὶ ἀρώμασιν», καθὼς ἦταν τὸ «ἔθος τοῖς Ἰουδαίοις ἐνταφιάζειν».
Καὶ οἱ μὲν μάγοι ἀναχώρησαν γιὰ τὴ χώρα τους, ἐνῶ ὁ Ἡρώδης τοὺς περίμενε ματαίως γιὰ νὰ τὸν πληροφορήσουν «περὶ τοῦ παιδίου».
Καὶ ὅταν εἶδε ὅτι «ἐνεπαίχθη», διέταξε τὴ φοβερὴ σφαγὴ τῶν νηπίων ἀπὸ δύο χρονῶν καὶ κάτω στὴ Βηθλεὲμ καὶ σὲ ὅλα τὰ περίχωρά της.
Ὁ Ἰωσὴφ ὅμως, πληροφορημένος ἀπὸ ἄγγελο Κυρίου, διέφυγε μὲ τὸ θεῖο βρέφος καὶ τὴν Παναγία στὴν Αἴγυπτο. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἡρώδη ἐπέστρεψαν ξανὰ καὶ κατοίκησαν στὴ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας.
Ἔτσι ἐκπληρώθηκε ἡ προφητεία: